- ηδυσώματος
- ἡδυσώματος, -ον (Α)αυτός που έχει ωραίο σώμα, ωραία μορφή (ως αντίθ. τού ἡδυγνώμων*).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -σώματος (< σώμα), πρβλ. α-σώματος, φιλο-σώματος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡδυσώματος — of sweet form masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασώματος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 199 κάτ.), στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο Κουρταλιώτικο φαράγγι μεταξύ των βουνών Κουρούπα και Σιδέρωτα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φοίνικα. 2.… … Dictionary of Greek
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek
ηδυγνώμων — ἡδυγνώμων, ύγνωμον (Α) αυτός που έχει ευχάριστη, καλή γνώμη («οὐχ ἡδυσώματος... ὁ Γανυμήδης, ἀλλ ἡδυγνώμων ἐν θεοῑς τετίμηται», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ + γνωμων (< γνώμων), πρβλ. διχο γνώμων, ευ γνώμων] … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek